περιπόλων — περίπολος going the rounds masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Divinization (Christian) — In Christian theology, divinization, deification, making divine or theosis is the transforming effect of divine grace.[1] This concept of salvation is historical and fundamental for Christian understanding that is prominent in the Eastern… … Wikipedia
περιπολάρχης — ο, ΝΑ νεοελλ. στρ. ο επικεφαλής περιπόλου αξιωματικός ή υπαξιωματικός αρχ. επόπτης, επιτηρητής τών στρατιωτικών περιπόλων, περιπόλαρχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίπολος + άρχης (< ἄρχω)] … Dictionary of Greek
περιπόλιο — το / περιπόλιον ΝΜΑ [περίπολος] σταθμός, κατάλυμα τών περιπόλων («περιπόλιον αἱροῡσιν ὃ ἦν ἐπὶ τῷ Ἄληκι ποταμῷ», Θουκ.) νεοελλ. μικρό κτήριο με τυφεκήθρες, τού οποίου η άμυνα ανατίθεται σε μικρό τμήμα πεζικού μσν. αρχ. προάστιο ή αστική… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek